Cătălin D. Constantin
Για τις ευρωπαϊκές πόλεις, η πλατεία είναι ο σπουδαιότερος χώρος. Προς τα εκεί οδηγούν οι κύριες οδοί, εκεί βρίσκονται τα πιο σημαντικά κτήρια και αγάλματα. Η πλατεία μιας ευρωπαϊκής πόλης είναι σαν σύνοψη/ επιτομή. Ιστορική, αρχιτεκτονική, πολιτισμική, κοινωνική. Σε μια αστική πλατεία μπορεί κανείς να δει συνάμα όλα τα στρώματα της ανθρώπινης ζωής, εν προκειμένω της κοινωνικής ζωής. Η αστική πλατεία είναι, από αυτή την άποψη, ένας προνομιούχος χώρος. Ένα «παλίμψηστο» το οποίο εκφράζει, αν ξέρεις να το αποκωδικοποιήσεις, την ιστορία και την ζωή του οικισμού σε διαφορετικές εποχές.
Οι ευρωπαϊκές πλατείες έχουν μια αδιάκοπη ιστορική σύνδεση με την ελληνική Αρχαιότητα, όπου εμφανίζονται η πλατεία και ύστερα η αγορά. Η αστική πλατεία ανήκει στην Ευρώπη χάριν μιας συνέχειας που δεν την έχουν άλλοι πολιτισμοί, αν και υπάρχουν και αλλού πλατείες, μερικές από αυτές αρκετά μεγάλες. Η πλατεία είναι η εφεύρεση της Ευρώπης, που την έχει αναπτύξει ως αρχιτεκτονικό σχήμα και την έχει εξαγάγει στο υπόλοιπο κόσμο, ιδιαιτέρως κατά την αποικιοκρατική περίοδο.
Αρχικά, μια επέκταση της κύριας οδού στις ελληνικές πόλεις, η πλατεία αποκτά με τον καιρό κοινωνικές και θρησκευτικές λειτουργίες και επιδέχεται καλλωπισμό. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες παρέλαβαν την πλατεία από τους Έλληνες, και έτσι το forum γίνεται ένα ουσιώδες κομμάτι της ιδέας του χώρου. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η αστική ζωή αναζωογονείται στην Ευρώπη προς το τέλος του πρώτου αιώνα, όταν οι μεσαιωνικές πόλεις ανεγείρονται πάνω στους αρχαίους ρωμαϊκούς οικισμούς, διατηρώντας όμως το οδικό τους σχέδιο, όπου η πλατεία κρατά κεντρικό χώρο, αντί του φόρουμ. Αυτό βρίσκουμε για παράδειγμα στο Ζαδάρ και το Πόρεκ, στην δαλματική ακτή.
Κάθε μεσαιωνική πόλη, όταν τι δει κανείς από ψηλά, εμφανίζει μια θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα στην περιφέρεια και το κέντρο, γιατί οι μεσαιωνικές πόλεις περιβάλλονται πάντα από τείχη. Μερικά, όπως εκείνα στην Όμπιδο, στην Πορτογαλία, έχουν συντηρηθεί άθικτα. Η πλατεία είναι ένας φαρδύς χώρος, και βρίσκεται ως προς τον όγκο της σε αντίθεση με τις αστικές οδούς που είναι πάντα στενές και δαιδαλώδεις. Στην μεσαιωνική πλατεία βρίσκουμε σχεδόν πάντα έναν καθεδρικό ναό και ένα πηγάδι. Στις μικρές πόλεις, το πηγάδι έχει και λειτουργικό ρόλο, αλλά στις μεγάλες πόλεις ο ρόλος του είναι περισσότερο διακοσμητικός, έχοντας σχέση με την παράδοση και τη θρησκεία.
Η ύπαρξη των τειχών είχε μερικές σημαντικές συνέπειες για τις πόλεις ολόκληρης της δυτικής Ευρώπης. Πρώτον, για πολλούς αιώνες, λόγω του περιορισμένου χώρου, ο πληθυσμός παρέμενε ποσοτικά ο ίδιος εντός των τειχών. Η αύξηση του πληθυσμού οδηγεί στην θεμελίωση νέων οικισμών, αντί της διεύρυνσης του οχυρωμένου χώρου, και γι᾽ αυτόν τον λόγο ο Μεσαίωνας διακρίνεται για την θεμελίωση νέων οικισμών. Η κτίση αρχίζει πάντα με το κέντρο, με την πλατεία, ο τόπος αυτής ορίζεται πρώτος. Η δεύτερη συνέπεια της υπάρξης των τειχών είναι η εξής: το κέντρο παραμένει πάντα το ίδιο. Κατά κανόνα, σ᾽αυτές τις κοινωνίες, η πλατεία συμπίπτει με το γεωμετρικό κέντρο. Ήταν ο πιο προστατευμένος χώρος. Εκεί, ο εχθρός έφτανε την τελευταία στιγμή. Επιπλέον, η είσοδος στην πόλη γινόταν μόνο μέσω μερικών θυρών. Αναγκαστικά όλοι οι δρόμοι της εισόδου οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία. Η από πάνω προοπτική δείχνει ότι η πλατεία αποτελούσε το εστιακό σημείο της μεσαιωνικής πόλης. Τα τείχη προσδιορίζουν σαφέστατα οπτικά την αντιθετική σχέση του κέντρου με την περιφέρεια. Εξ ου και μια άλλη συνέπεια κατά την ιστορική εξέλιξη: όταν στην αρχή της μοντέρνας εποχής τα τείχη γκρεμίζονται, οι πόλεις εξελίσσονται όχι γραμμικά, αλλά ομοκεντρικά, με την πρόσθεση νέου έδαφους σε μια ήδη υπάρχουσα δομή, που ακόμα και σήμερα είναι αισθητή στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Κατά την Αναγέννηση, η Ευρώπη κληρονομεί τις μεσαιωνικές πόλεις. Δεν τις αγαπά πλέον και τις θέλει απολύτως διαφορετικές: μέσα σε τεχνητά σύνορα, η Ευρώπη φαντάζει άλλον τύπο αστικών κόσμων. Η εποχή δεν είναι περίφημη για τη θεμελίωση πραγματικών, αλλά φανταστικών πόλεων. Όταν όμως η θεωρία γίνεται πραγματικότητα, αυτό το γεγονός οφείλεται περισσότερο στις θεομηνίες. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1561, μια μεγάλη πυρκαγιά καταφλέγει τo Βαγιαδολίδ. Η συμφορά της πόλης αποτελεί, για την πολεοδομία, μια καθαρή ευλογία. Στον κενό χώρο χτίζεται η υπέροχη Plaza Mayor, που είναι ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη πλατεία της Ισπανίας. Αυτή είναι και η πρώτη κανονική πλατεία της Ισπανίας, σήμερα όμως λίγοι την γνωρίζουν. Η συμμετρία και το σχήμα της διαπιστώνονται εύκολα από ψηλά. Το αστικό και αρχιτεκτονικό σχέδιο του Βαγιαδολίδ, το έχουν παραλάβει πολλές άλλες πλατείες και παίρνει την τελική μορφή του το 1729, με την Plaza Mayor της Σαλαμάνκας, μια από τις ομορφότερες πλατείες του κόσμου. Μόνο στην τραβηγμένη από ψηλά φωτογραφία της διαπιστώνει κανείς ότι η περίμετρός της δεν είναι τετραγωνική, αλλά τραπεζοειδής. Για κάθε περαστικό, άνευ εξαιρέσεως, οι πλευρές της πλατείας φαίνονται παράλληλες και ίσες, γεγονός που αποτελεί μια ευφυή ψευδαίσθηση, που έχει υπολογιστεί προσεκτικά με σκοπό να αποκτήσει βάθος η προοπτική και ο αρχιτέκτονας να διαθέτει περισσότερο χώρο.
Με αρχή τον 16ο αιώνα, οι πόλεις συνεχίζουν να έχουν οχυρά, αλλά η σκέψη είναι διαφορετική. Η αποστολή σχεδιασμού των πόλεων έγκειται όλο και περισσότερο στους μηχανολόγους, και όχι στους αρχιτέκτονες-καλλιτέχνες. Το κρίσιμο σημείο της αλλαγής χρονολογείται τον 17ο αιώνα και συσχετίζεται με το όνομα του Βoμπάν (Vauban). Το σχήμα οχύρωσης που προτείνει αυτός έχει να κάνει με τη στάθμευση πολυάριθμων στρατιωτών μέσα στον χώρο των δυνατά οχυρωμένων τειχών της πόλης. Τα φρούρια με σχήμα αστεριού πολλαπλασιάζονται γρήγορα στην Ευρώπη, από το Νάρντεν (Naarden) και το Μπουρτάνκε (Bourtange), στην Ολλανδία, μέχρι την Αλαμέιδα (Alameida), στην Πορτογαλία, ή το Άλμπα Καρολίνα (Alba Carolina), στην Ρουμανία. Αυτές οι στρατιωτικές πόλεις έχουν μια τέλεια δομή, με ίσιες και γραμμικές οδούς, που οδηγούν ανεξαίρετα σε μια φαρδιά πλατεία, στο κέντρο. Από το επίπεδο του εδάφους η τελειότητα των φρουρίων μπορεί μόνο να γίνει αισθητή, και αυτό επειδή πολλές φορές τα κτίρια έχουν έναν αυστηρό ύφος. Πάντως αυτοί είναι οι ωραιότεροι οικισμοί της ηπείρου, που στις σημερινές φωτογραφίες φαίνονται σαν άστρα στην γη. Πουθενά αλλού δεν είναι σαφέστερη, όπως εδώ, η σημασία της πλατείας ως κεντρικός χώρος.
Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα και τον 19ο αιώνα, οι πόλεις διαμορφώνονται με έναν τρόπο που αντανακλά τις στρατιωτικές, τεχνολογικές, αλλά και πολιτικές αλλαγές. Η αυτοδιοικητική δύναμη των αστικών κοινοτήτων ελαττώνεται μέχρι μηδενισμό και στην θέση της εμφανίζεται η αυτοκρατία των μοναρχών. Οι αριστοκράτες κατοικούν ελάχιστα τα εξοχικά τους παλάτια και προτιμούν να είναι κοντά στα κυβερνητικά κέντρα. Χτίζουν τις κατοικίες τους μέσα στην πόλη. Με τον καιρό, αυτές θα γίνουν η μόνιμη κατοικία τους. Ξαφνικά, το ενδιαφέρον τους στρέφεται προς την εμφάνιση της πόλης. Το αποτέλεσμα; Το σχέδιο των πόλεων αλλάζει ριζικά. Αλλάζουν αναγκαστικά και το νόημα των πλατειών και η σχέση τους με τον υπόλοιπο χώρο. Ενώ οι παλαιοί μεσαιωνικοί οικισμοί είχαν μια δομή βασισμένη στις ανάγκες ολόκληρης της κοινότητας, οι πόλεις μεταμορφώνονται ώστε να ανταποκριθούν στο γούστο των αριστοκρατών. Στον τομέα της αστικής αισθητικής, ο ορίζοντας των ανθρώπων αλλάζει και ανοίγεται. Από εδώ και μέχρι τη θεωρία της vista η απόσταση είναι μικρή. Η Vista, που ήταν άγνωστη στην Αρχαιότητα, προϋποθέτει μια πιο σύνθετη αστική αντίληψη: τα μνημεία και τα αγάλματα δεν πρέπει να ιδωθούν μόνο από κοντά, αλλά αυτά αποτελούν ένα σημείο αναφοράς ακόμα και όταν βρίσκονται στην άκρη μιας μακριάς και ίσιας οδού η οποία επιτρέπει στο βλέμμα να εισδύει στην πλατεία από μεγάλη απόσταση. Ό,τι αποτελούσε πριν ένα τυχαίο εφέ, τώρα μετατρέπεται σε αντικείμενο μελέτης. Αψίδες, κολόνες, αγάλματα, όλα είναι χτισμένα έτσι ώστε η ομορφιά τους να φανεί από απόσταση. Από εδώ μέχρι τις λειτουργικές διαδρομές που θα διασχίσουν τις πόλεις, δένοντας μεταξύ τους τις πλατείες, δεν είναι πάρα μόνο ένα βήμα. Η Λισαβόνα, αν τη δει κανείς από ψηλά, αποδεικνύει με το πρώτο βλέμμα τις αλλαγές που έχουν γίνει, υπό την επίβλεψη του μαρκησίου de Pombal, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 1ης Νοεμβρίου 1755.
Οι πλατείες της Λισαβόνας αποτελούν ένα αληθινό σύστημα. Φαρδιές και ευθύγραμμες λεωφόροι δένουν την Πλατεία Εμπορίου με το Rosio, το Rosio με το Figueira, το Martim Moniz με το Restauradores, το Restauradores με την Praça do Marquês de Pombal, και όλες έχουν στη μέση τους εντυπωσιακά μνημεία.Για να υπάρχει μια πλατεία, τα κτίρια δεν αρκούν. Οι πόλεις είναι ένα μείγμα ανθρώπων και κτιρίων, και η σχέση μεταξύ τους δεν είναι πάντα τόσο σαφής εκ πρώτης όψεως. Οι άνθρωποι χτίζουν τα κτίρια, και ο τρόπος με τον οποίον μια κοινότητα εκφράζει μέσω του χώρου την ιστορία της, τη θρησκεία της, τις ποικίλες απόψεις της, τις πραγματικές ανάγκες της καθημερινής ζωής δεν είναι σαφής ούτε και σήμερα, γιατί οι πολυάριθμες αποχρώσεις αυτής της περίπλοκης διαδικασίας μας διαφεύγουν και ίσως δε θα είμαστε ποτέ σε θέση να την περιγράψουμε εξ ολοκλήρου. Η πλατεία είναι η αρχιτεκτονική της, αλλά ταυτόχρονα είναι περισσότερο από την αρχιτεκτονική της. Ολόκληρο το παρελθόν, που βρίσκεται σ’ ένα ορατό-αόρατο σύστημα σχέσεων με τη συμβολική φαντασίωση της κοινότητας, είναι παρόν στη ύπαρξη της πλατείας.